Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Από ένα διήγημα της Γεωργίας. Γιατί ειδικά αυτό το απόσπασμα; Μάλλον γιατί έπεσε πολλή άσφαλτος και κίνηση σήμερα. Δανεικές ανάσες...

"Τους φίλησα, πήρα την κουβέρτα μου και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου. Πήρα την πετσέτα και τα σαμπουάν μου και πήγα για ένα μπάνιο. Αφού τελείωσα με την καθαριότητά μου, ξεκίνησα πάλι για το δωμάτιο. Όταν μπήκα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου, βρήκα το τζάκι αναμμένο. Ο παππούς μου πρέπει να το άναψε όσο θα ήμουν στο μπάνιο...με είδε φαίνεται που τουρτούριζα στο τραπέζι και με λυπήθηκε...Πάλι καλά που είχα και αυτόν.
Πρόσεξα και κάτι άλλο όμως. Φαίνεται η κούραση όταν πρωτομπήκα στο δωμάτιο, ξεγέλασε τα μάτια μου. Υπήρχε μία μπαλκονόπορτα στον απέναντι τοίχο. Μια σκούρα πράσινη, ξύλινη μπαλκονόπορτα. Άνοιξα το μαύρο, σιδερένιο μάνταλο και προχώρησα ένα βήμα... Αυτό που αντίκρισα με μάγεψε... Η πόρτα αυτή έβγαζε σε ένα μικρό κηπάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού που περιτριγυριζόταν απ’ τα ψηλά δέντρα του δάσους, λίγα μέτρα πιο μακριά. Ένας ξύλινος, μικροσκοπικός φράχτης το περικύκλωνε. Στη μέση του είχε μία μικρή λιμνούλα και γύρω γύρω θάμνους... τυλίχτηκα ακόμα πιο πολύ στην κουβέρτα και βγήκα. Το φεγγάρι έφεγγε και απόψε πολύ, μεταμορφώνοντας τη λιμνούλα σε ασημένια πιατέλα...κάθισα στο δροσερό χορτάρι και σιγά σιγά ξάπλωσα... Ήταν τόσο όμορφα... Ένιωθα πως η γη με αγκάλιαζε και το φεγγάρι με τραβούσε κοντά του... Το θρόισμα των φύλλων με γαλήνευε και το ζεστό βοριαδάκι μου χάιδευε το πρόσωπο...Και τότε ανασηκώθηκα... Μία γλυκιά μυρωδιά έφτασε στη μύτη μου...Μέλι και ανοιξιάτικα άνθη..."

1 σχόλιο: